'λεϊσμανίαση'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : λεϊσμανίαση, λοίμωξη από λεϊσμάνια
Αγγλικά : leishmaniasis
Σημασία : Νοσολογική οντότητα, με ποικίλες κλινικές εκδηλώσεις, οφειλόμενη σε μόλυνση από πρωτόζωα της οικογένειας των Τρυπανοσωμιδών, που καλούνται Λεϊσμάνιες. Οι συνηθέστερες μορφές είναι η δερματική λεϊσμανίαση και η σπλαγχνική λεϊσμανίαση, γνωστή και σαν καλα-αζαρ.
Πηγή : Μαθήματα Δερματολογίας - Αφροδισιολογίας
Κλινική Αφροδίσιων και Δερματικών Νόσων, Πανεπιστήμιο Αθηνών, Νοσοκομείο "Α. Συγγρός"
Επιμέλεια - Συντονισμός : Καθηγητής Ανδρέας Δ. Κατσάμπας
Ιατρικές Εκδόσεις Π.Χ. Πασχαλίδης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
δερματική λεϊσμανίαση, λεϊσμανίαση του δέρματος
σπλαγχνική λεϊσμανίαση
Δεν υπάρχουν επί του παρόντος σχετικά κείμενα
Χρόνος αναζήτησης : 1.10 δευτερόλεπτα