'καρδιακή αρρυθμία, αρρυθμία της καρδίας, διαταραχή του καρδιακού ρυθμού'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : καρδιακή αρρυθμία, αρρυθμία της καρδίας, διαταραχή του καρδιακού ρυθμού
Αγγλικά : cardiac arrhythmia
Σημασία : Οποιαδήποτε απόκλιση από το φυσιολογικό καρδιακό ρυθμό, ενδεχόμενο που προκαλείται συνήθως σε καταστάσεις διαταραγμένης παραγωγής και μεταδόσεως των ερεθισμάτων.
Πηγή : Παθολογία
Διδακτικό και Ερευνητικό Προσωπικό του Τομέως Παθολογίας
Ιατρικές Εκδόσεις Π.Χ. Πασχαλίδης
Α. αρχέγονος -η -ο
Σημασία : που είναι πολύ παλιός ή που βρίσκεται σε αρχική μορφή, σε αρχικό στάδιο: Aρχέγονοι πολιτισμοί / λαοί.
Ετυμολογία : λόγ. < ελνστ. ἀρχέγονος `αρχικός, πρωταρχικός΄ σημδ. γαλλ. primitif
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
αιφνίδιος καρδιακός θάνατος
αριστερά καρδιακή ανεπάρκεια
δεξιά καρδιακή ανεπάρκεια
δεύτερος καρδιακός τόνος, δεύτερος τόνος της καρδιάς, δεύτερος τόνος
καρδιακή αγωγιμότητα, αγωγιμότητα της καρδιάς
καρδιακή ακρόαση, ακρόαση της καρδιάς
καρδιακή αμυλοείδωση, αμυλοείδωση της καρδιάς
καρδιακή ανεπάρκεια
καρδιακή ανωμαλία, ανωμαλία της καρδίας
καρδιακή ασυστολία, ασυστολία της καρδίας
καρδιακή βαλβίδα, βαλβίδα της καρδιάς
καρδιακή δύσπνοια, δύσπνοια καρδιακής αιτιολογίας
καρδιακή επαναπόλωση, επαναπόλωση της καρδιάς
καρδιακή εφεδρεία, εφεδρεία της καρδίας
καρδιακή ηλεκτρική δραστηριότητα, ηλεκτρική δραστηριότητα της καρδιάς
καρδιακή κοιλότητα, κοιλότητα της καρδιάς
καρδιακή λειτουργία, λειτουργία της καρδίας
καρδιακή μοίρα του στομάχου
καρδιακή παροχή, παροχή της καρδίας
καρδιακή παύση, παύση της καρδιάς
καρδιακή συσταλτικότητα, συσταλτικότητα της καρδιάς
καρδιακή υπερτροφία, υπερτροφία της καρδιάς
καρδιακή ώση, ώση της καρδίας
καρδιακό όγκωμα
καρδιακό πλέγμα
καρδιακό φύσημα, φύσημα της καρδιάς, φύσημα
καρδιακός/cardiac
καρδιακός
καρδιακός αυτοματισμός, αυτοματισμός της καρδιάς
καρδιακός βηματοδότης, βηματοδότης
καρδιακός δείκτης
καρδιακός επιπωματισμός
καρδιακός καθετηριασμός, καθετηριασμός της καρδιάς
καρδιακός κύκλος
καρδιακός μύς
καρδιακός όγκος, όγκος της καρδιάς
καρδιακός παλμός, παλμός της καρδιάς
καρδιακός ρυθμός, καρδιακή συχνότητα, ρυθμός της καρδιάς, συχνότητα της καρδιάς
καρδιακός τόνος, τόνος της καρδιάς
καρδιογλυκοσίδη, καρδιακή γλυκοσίδη, δακτυλίτιδα
καρδιομυοκύτταρο, καρδιακό μυοκύτταρο
καρδιοπάθεια, καρδιακή νόσος
καρδιοτοξικότητα, καρδιακή τοξικότητα, καρδιοτοξική δράση
κτύπος της καρδιάς, καρδιακός κτύπος
παροξυσμική νυκτερινή δύσπνοια, καρδιακό άσθμα
πρώτος καρδιακός τόνος, πρώτος τόνος της καρδιάς, πρώτος τόνος
συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια
τέταρτος καρδιακός τόνος, τέταρτος τόνος της καρδιάς, τέταρτος τόνος
τρίτος καρδιακός τόνος, τρίτος τόνος της καρδιάς, τρίτος τόνος
Σχετικά κείμενα
25 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 2.59 δευτερόλεπτα