'έμμηνος'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : έμμηνος
Αγγλικά : menstrual
Α. έμμηνος -η -ο
Σημασία : (ιατρ.): Έμμηνη ροή / ρύση, η εμμηνόρροια των γυναικών. || (ως ουσ.) τα έμμηνα*.
Ετυμολογία : λόγ. < ελνστ. ἔμμηνος, τά ἔμμηνα
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
έμμηνη ρύση, εμμηνορρυσία, εμμηνόρροια, περίοδος
έμμηνος κύκλος
Σχετικά κείμενα
25 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 2.42 δευτερόλεπτα