'διόγκωση ωοθηκών'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : βρογχοκήλη, διόγκωση του θυρεοειδούς αδένα
Αγγλικά : bronchocele, goitre
Σημασία : Διόγκωση του θυρεοειδούς αδένα.
Α. έμμηνος -η -ο
Σημασία : (ιατρ.): Έμμηνη ροή / ρύση, η εμμηνόρροια των γυναικών. || (ως ουσ.) τα έμμηνα*.
Ετυμολογία : λόγ. < ελνστ. ἔμμηνος, τά ἔμμηνα
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
έμμηνος/menstrual
Σχετικά κείμενα
25 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 1.57 δευτερόλεπτα