Αναζήτηση / Search

  

 

'κλινική βιοχημεία'

Αντίστοιχα λήμματα λεξικού

1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : καθημερινή κλινική πράξη


Α. επώδυνος -η -ο

Σημασία : ANT ανώδυνος. 1. που προκαλεί πόνο, σωματικό ή ψυχικό: Eπώδυνο τραύμα. O τοκετός είναι μία λειτουργία φυσιολογική αλλά επώδυνη. Σύγκρουση καθηκόντων, μία επώδυνη συνειδησιακή διαδικασία. || (ιατρ.): Eπώδυνη σύσπαση, η κράμπα. Eπώδυνα σημεία, για σημεία του σώματος που, όταν τα πιέσουμε, προκαλείται πόνος χαρακτηριστικός σε κάθε πάθηση. Eπώδυνη αναισθησία, πόνος σε τμήμα του σώματος που έχει χάσει την αίσθηση της αφής. 2. (μτφ.) που επηρεάζει σοβαρά την ουσία του πράγματος στο οποίο επενεργεί: Mεταρρυθμίσεις επώδυνες για το καθεστώς. επώδυνα EΠIPP.

Ετυμολογία : λόγ. < αρχ. ἐπώδυνος

Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης




Παρεμφερείς όροι αναζήτησης

επώδυνος/painful, noxious



Σχετικά κείμενα

23 αποτελέσματα βρέθηκαν

1Τι είναι η δωρεά οργάνων;
2Διάστρεμμα
3Συστροφή όρχεως
4Κρυοπληξία
5Κρυοπαγήματα
6Παραρρινοκολπίτιδα
7Εγκόλπιον εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων
8Αδρανοποίηση του Χ χρωμοσώματος - Γενικά χαρακτηριστικά και εξαιρέσεις
9Ανεπάρκεια του τραχήλου της μήτρας
10Συστηματικός Ερυθηματώδης Λύκος και επαπειλούμενες αυτόματες αποβολές
11Ενδομητρίωση
12Παραδείγματα αυτοάνοσων νοσημάτων
13Πως εκδηλώνεται και εξελίσσεται η ρευματοειδής αρθρίτιδα
14Ορισμός και κατάταξη του Συστηματικού Ερυθηματώδους Λύκου
15Συμπτώματα του Λύκου
16Σύνδρομο θηλεοποιητικών όρχεων
17Η πολιτισμική αντίδραση στον πόνο
18Χερσαία οικοσυστήματα
19Νευροεπιστήμες - 5. Αφή και πόνος
20Νευροεπιστήμες - 10. Πλαστικότητα
21Φως, οφθαλμοί και όραση
22Μηχανική των ρευστών
23Σύγχρονη ενδοδοντική θεραπεία

Χρόνος αναζήτησης : 1.57 δευτερόλεπτα


Πνευματικά δικαιώματα © 2008 - Ασκληπιακό Πάρκο Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών - Πιλοτική εφαρμογή - Ανάληψη ευθυνών
Επιστροφή στην αρχική σελίδα  -  Επικοινωνία