Αναζήτηση / Search

  

 

'θερμαντικός'

Αντίστοιχα λήμματα λεξικού

1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : θερμαντικός


Α. θερμαντικός -ή -ό

Σημασία : θερμιδογόνος.

Ετυμολογία : λόγ. < θερμαντικός 1 σημδ. γαλλ. calorifique

Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης




Παρεμφερείς όροι αναζήτησης

θερμαντικό σώμαθερμαντικός/thermal



Σχετικά κείμενα

2 αποτελέσματα βρέθηκαν

Χρόνος αναζήτησης : 1.21 δευτερόλεπτα


Πνευματικά δικαιώματα © 2008 - Ασκληπιακό Πάρκο Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών - Πιλοτική εφαρμογή - Ανάληψη ευθυνών
Επιστροφή στην αρχική σελίδα  -  Επικοινωνία