Αναζήτηση / Search

  

 

'θερμαντικός'

Αντίστοιχα λήμματα λεξικού

1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : θερμαντικός
Αγγλικά : thermal


Α. θερμαντικός -ή -ό

Σημασία : που είναι κατάλληλος για την παραγωγή θερμότητας: Bασικές θερμαντικές ύλες είναι το ξύλο, το κάρβουνο, το πετρέλαιο και το υγραέριο. Θερμαντικό σώμα, συσκευή θέρμανσης του αέρα, όπως π.χ. το σώμα του καλοριφέρ. H θερμαντική ικανότητα / ισχύς ενός καυσίμου. || για ζεστό ρόφημα (που καταπολεμάει το κρυολόγημα): Tο τσάι με κονιάκ είναι πολύ θερμαντικό.

Ετυμολογία : λόγ. < αρχ. θερμαντικός

Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης




Παρεμφερείς όροι αναζήτησης

θερμαντικό σώμαθερμαντικός



Σχετικά κείμενα

6 αποτελέσματα βρέθηκαν

Χρόνος αναζήτησης : 1.37 δευτερόλεπτα


Πνευματικά δικαιώματα © 2008 - Ασκληπιακό Πάρκο Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών - Πιλοτική εφαρμογή - Ανάληψη ευθυνών
Επιστροφή στην αρχική σελίδα  -  Επικοινωνία