'αναπτυξιακός'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : αναπτυξιακός
Αγγλικά : developmental
Α. αναπτυξιακός -ή -ό
Σημασία : που έχει σχέση με την οικονομική ανάπτυξη και ιδίως συντελεί σ΄ αυτή: Aναπτυξιακή διαδικασία / πολιτική.
Ετυμολογία : λόγ. ανάπτυξ(ις) -ιακός
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
αναπτυξιακή βιολογία
αναπτυξιακή διαταραχή
αναπτυξιακή ψυχοπαθολογία
αναπτυξιακός κύκλος
Σχετικά κείμενα
40 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 3.06 δευτερόλεπτα