'μόνιμος'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : μόνιμος
Αγγλικά : permanent
Α. μόνιμος -η -ο
Σημασία : ANT προσωρινός. α. που δεν αλλάζει, αλλά πάντοτε βρίσκεται στην ίδια κατάσταση· αμετάβλητος: Tίποτα δεν είναι μόνιμο στη φύση και στην κοινωνία· όλα εξελίσσονται. (λόγ. έκφρ.) ουδέν μονιμότερον του προσωρινού*. β. που υπάρχει, διαρκεί ή έχει αυτή την ιδιότητα χωρίς χρονικές διακοπές· συνεχής, διαρκής: Mόνιμη κατοικία / διαμονή. Oι λαοί αγωνίζονται για μόνιμη ειρήνη. γ. που ασκεί ένα έργο χωρίς χρονικό περιορισμό. ANT έκτακτος: ~ δημόσιος υπάλληλος. Tο μόνιμο προσωπικό μιας οικονομικής επιχείρησης. || (ως ουσ.) ο μόνιμος. μόνιμα & μονίμως EΠIPP.
Ετυμολογία : λόγ. < αρχ. μόνιμος `που μένει στη θέση του, σταθερός΄, σημδ.: α, β: γαλλ. permanent· γ: αγγλ. permanent· λόγ. < αρχ. μονίμως
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
μόνιμο δόντιμόνιμος γομφίοςμόνιμος καρδιακός βηματοδότηςμόνιμος ουροκαθετήραςμόνιμος φραγμός, μόνιμη οδοντοστοιχία
Σχετικά κείμενα
50 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 3.48 δευτερόλεπτα