'στεροειδής'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : μη στεροειδές αντιφλεγμονώδες φάρμακο, ΜΣΑΦ
Αγγλικά : nonsteroidal anti-inflammatory drug, NSAID
Α. αρτηριακός -ή -ό
Σημασία : που ανήκει ή που αναφέρεται στην αρτηρίαI: ~ πόρος / σύνδεσμος / κώνος. Aρτηριακό αίμα, που κυκλοφορεί μέσα στις αρτηρίες. Aρτηριακή πίεση, η πίεση με την οποία κυκλοφορεί το αίμα μέσα στις αρτηρίες.
Ετυμολογία : λόγ. < ελνστ. ἀρτηριακός `που ανήκει στην τραχεία΄ κατά τη σημ. της λ. αρτηρία
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
αρτηριακός/arterial
Σχετικά κείμενα
78 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 4.12 δευτερόλεπτα