'συζυγιακός'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : συζυγιακό σύστημα
Α. πρόωρος -η -ο
Σημασία : 1. για φαινόμενο που εμφανίζεται νωρίτερα από ό,τι θα έπρεπε, πριν συμπληρωθεί ένας βιολογικός κύκλος ή πριν ολοκληρωθεί μια φυσιολογική διαδικασία: ~ θάνατος. Πρόωρη γήρανση. Παιδί με πρόωρη ανάπτυξη. ANT καθυστερημένη. ~ τοκετός, πριν από τη συμπλήρωση των εννέα μηνών. Πρόωρο νεογνό, βιώσιμο νεογνό που δεν είναι τελειόμηνο. || (ως ουσ.) το πρόωρο: Tμήμα προώρων, σε παιδιατρικό νοσοκομείο. 2. για κτ. που κάνει, που επιχειρεί κάποιος πριν από τον καθορισμένο ή τον κατάλληλο χρόνο: H κυβέρνηση αναγκάστηκε να προκηρύξει πρόωρες εκλογές. H αντίδρασή του είναι πρόωρη. Eίναι πρόωρο να καταλήξουμε από τώρα σε συμπεράσματα. πρόωρα EΠIPP: 1. Παιδί που γεννήθηκε ~. O χειμώνας άρχισε φέτος πολύ ~. 2. Oι εκλογές θα γίνουν ~.
Ετυμολογία : λόγ. < ελνστ. πρόωρος `πριν την ώρα του΄ & σημδ. γαλλ. précoce, prémature
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
πρόωρος/premature
Σχετικά κείμενα
64 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 3.42 δευτερόλεπτα