'θωρακικός πόρος'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : ανώτερο θωρακικό νεύρο
Αγγλικά : upper thoracic nerve
Α. κοιλιακός -ή -ό
Σημασία : που ανήκει, που αναφέρεται ή που γίνεται στην κοιλιά: Kοιλιακή αρτηρία. Kοιλιακά νεύρα. Kοιλιακοί μύες και ως ουσ. οι κοιλιακοί, όταν πρόκειται για την άσκηση των κοιλιακών μυών. Kοιλιακή αναπνοή. ~ τύφος. || (ως ουσ.) τα κοιλιακά, πόνος στην κοιλιά και στα έντερα.
Ετυμολογία : λόγ. < ελνστ. κοιλιακός
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
κοιλιακός/abdominal
Σχετικά κείμενα
75 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 4.07 δευτερόλεπτα