Αναζήτηση / Search

  

 

'αιματολογικός καρκίνος'

Αντίστοιχα λήμματα λεξικού

1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : κρανιακός
Αγγλικά : cranial


Α. κρανιακός -ή -ό

Σημασία : που ανήκει ή που αναφέρεται στο κρανίο: Kρανιακό οστό. O τραυματίας έχει κρανιακές κακώσεις. || (ανθρωπολ.) ~ δείκτης, η σχέση του μέγιστου πλάτους προς το μέγιστο μήκος του κρανίου.

Ετυμολογία : λόγ. < μσν. κρανιακός < κρανί(ον) -ακός

Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης




Παρεμφερείς όροι αναζήτησης

κρανιακός/cranial



Σχετικά κείμενα

12 αποτελέσματα βρέθηκαν

13D-4D Υπερηχογραφία στην κύηση
2Μια μικρή αναδρομή στην εξέλιξη και εφαρμογή των υπερήχων στον τομέα της μαιευτικής και της γυναικολογίας
3Υπερηχογράφημα 1ου τριμήνου - Διαπίστωση φυσιολογικής εμβρυϊκής εξέλιξης και λειτουργίας
4Υπερηχογράφημα 1ου τριμήνου - Εμβρυϊκές ανωμαλίες 1ου τριμήνου
5Υπερηχογράφημα 2ου τριμήνου - Σωματομετρία, έλεγχος ανάπτυξης και εφαρμογές των υπερήχων
6Υπερηχογράφημα 2ου τριμήνου - Συγγενείς ανωμαλίες Κεντρικού Νευρικού Συστήματος
7Υπερηχογράφημα 2ου τριμήνου - Συγγενείς ανωμαλίες καρδιαγγειακού συστήματος
8Πρώιμη εμβρυϊκή περίοδος
9Κεφαλομετρική Ακτινογραφία - Μετωπιαίο και ρινικά
10Κεφαλομετρική Ακτινογραφία - Βόθρος υπόφυσης
11Κεφαλομετρική Ακτινογραφία - Αυχενικοί σπόνδυλοι
12Η ανάπτυξη της ουρογεννητικής οδού στο αρσενικό έμβρυο

Χρόνος αναζήτησης : 0.59 δευτερόλεπτα


Πνευματικά δικαιώματα © 2008 - Ασκληπιακό Πάρκο Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών - Πιλοτική εφαρμογή - Ανάληψη ευθυνών
Επιστροφή στην αρχική σελίδα  -  Επικοινωνία