'μεσογειακός'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : μεσογειακός
Αγγλικά : Mediterranean
Α. μεσογειακός -ή -ό
Σημασία : που έχει σχέση με τη Mεσόγειο θάλασσα και ιδίως με τις περιοχές που βρίσκονται γύρω από αυτή: Mεσογειακοί λαοί. ~ πολιτισμός. Mεσογειακές χώρες / φυλές. Mεσογειακό κλίμα. Mεσογειακή βλάστηση. || (γλωσσ.) Mεσογειακές γλώσσες, οι μη ινδοευρωπαϊκές γλώσσες που μιλήθηκαν στα παράλια της Mεσογείου πριν από την έλευση των Iνδοευρωπαίων. Mεσογειακό υπόστρωμα. || (ιατρ.): Mεσογειακή αναιμία.
Ετυμολογία : λόγ. Μεσόγει(ος)2 -ακός
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
μεσογειακή αναιμία
μεσογειακή δίαιτα
μεσογειακή διατροφή
μεσογειακή χώρα
μεσογειακό καλοκαίρι
μεσογειακό κλίμα
μεσογειακός λαός
μεσογειακός πυρετός
οικογενής μεσογειακός πυρετός
Σχετικά κείμενα
22 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 1.21 δευτερόλεπτα