'αιμολυτική κρίση, κρίση αιμόλυσης'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : αιμολυτική κρίση, κρίση αιμόλυσης
Αγγλικά : haemolytic crisis
Α. μεσογειακός -ή -ό
Σημασία : που έχει σχέση με τη Mεσόγειο θάλασσα και ιδίως με τις περιοχές που βρίσκονται γύρω από αυτή: Mεσογειακοί λαοί. ~ πολιτισμός. Mεσογειακές χώρες / φυλές. Mεσογειακό κλίμα. Mεσογειακή βλάστηση. || (γλωσσ.) Mεσογειακές γλώσσες, οι μη ινδοευρωπαϊκές γλώσσες που μιλήθηκαν στα παράλια της Mεσογείου πριν από την έλευση των Iνδοευρωπαίων. Mεσογειακό υπόστρωμα. || (ιατρ.): Mεσογειακή αναιμία.
Ετυμολογία : λόγ. Μεσόγει(ος)2 -ακός
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
ενδοκρινές κύτταρο, ενδοκρινικό κύτταρο, κύτταρο του ενδοκρινικού συστήματος
ενδοκρινές όργανο, ενδοκρινικό όργανο, όργανο του ενδοκρινικού συστήματος
ενδοκρινής/endocrine
ενδοκρινής αδένας
ενδοκρινής μοίρα του παγκρέατος
ενδοκρινής όγκος, ενδοκρινικός όγκος, όγκος του ενδοκρινικού συστήματος
ενδοκρινικό σύστημα, ενδοκρινές σύστημα, σύστημα των ενδοκρινών αδένων
Σχετικά κείμενα
22 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 1.56 δευτερόλεπτα