Αναζήτηση / Search

  

 

'τριχωτός'

Αντίστοιχα λήμματα λεξικού

1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : τριχωτός
Αγγλικά : hairy


Α. τριχωτός -ή -ό

Σημασία : που έχει πυκνές τρίχες· μαλλιαρός: Έχει τριχωτό στήθος. Xέρια / πόδια τριχωτά. Άντρας ~. Γυναίκα τριχωτή. || (ως ουσ.) το τριχωτό, τμήμα του δέρματος όπου φυτρώνουν τρίχες: Tο τριχωτό της κεφαλής.

Ετυμολογία : αρχ. τριχωτός

Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης




Παρεμφερείς όροι αναζήτησης

κοχλιακό τριχωτό κύτταρο, τριχωτό κύτταρο του κοχλίατριχωτή γλώσσατριχωτή λευκοπλακία της γλώσσαςτριχωτό κύτταροτριχωτό κύτταρο του οργάνου του Cortiτριχωτό της κεφαλής



Σχετικά κείμενα

7 αποτελέσματα βρέθηκαν

Χρόνος αναζήτησης : 1.57 δευτερόλεπτα


Πνευματικά δικαιώματα © 2008 - Ασκληπιακό Πάρκο Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών - Πιλοτική εφαρμογή - Ανάληψη ευθυνών
Επιστροφή στην αρχική σελίδα  -  Επικοινωνία