'περινεϊκός'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : περινεϊκός μύς, μύς του περινέου
Αγγλικά : perineal muscle
Α. τριχωτός -ή -ό
Σημασία : που έχει πυκνές τρίχες· μαλλιαρός: Έχει τριχωτό στήθος. Xέρια / πόδια τριχωτά. Άντρας ~. Γυναίκα τριχωτή. || (ως ουσ.) το τριχωτό, τμήμα του δέρματος όπου φυτρώνουν τρίχες: Tο τριχωτό της κεφαλής.
Ετυμολογία : αρχ. τριχωτός
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
τριχωτός/hairy
Σχετικά κείμενα
7 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 0.75 δευτερόλεπτα