'ρευματολογικός'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : ρευματολογικός
Αγγλικά : rheumatologic
Α. τριχωτός -ή -ό
Σημασία : που έχει πυκνές τρίχες· μαλλιαρός: Έχει τριχωτό στήθος. Xέρια / πόδια τριχωτά. Άντρας ~. Γυναίκα τριχωτή. || (ως ουσ.) το τριχωτό, τμήμα του δέρματος όπου φυτρώνουν τρίχες: Tο τριχωτό της κεφαλής.
Ετυμολογία : αρχ. τριχωτός
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
γλωττιδικό οίδημα, οίδημα γλωττίδας
γλωττιδικός/glottal, glottic
Σχετικά κείμενα
7 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 0.09 δευτερόλεπτα