'κυκλοφορικός, κυκλοφοριακός'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : κυκλοφορικός, κυκλοφοριακός
Αγγλικά : circulatory
Α. κυκλοφορικός -ή -ό & κυκλοφοριακός -ή -ό
Σημασία : που ανήκει, που αναφέρεται στην κυκλοφορία του αίματος ή που έχει σχέση με αυτή: Kυκλοφορικό σύστημα. Kυκλοφορικές διαταραχές.
Ετυμολογία : λόγ. < ελνστ. κυκλοφορικός `που κινείται σε κύκλο΄ σημδ. γαλλ. circulatoire· λόγ. κυκλοφορί(α) -ακός
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
καταπληξία, κυκλοφορική καταπληξία
κυκλοφορική ανεπάρκεια
κυκλοφορική αυτορρύθμιση, αυτορρύθμιση της κυκλοφορίας
κυκλοφορικό σύστημα
κυκλοφορικός, κυκλοφοριακός
Σχετικά κείμενα
21 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 2.09 δευτερόλεπτα