'κυκλοφορικός, κυκλοφοριακός'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : κυκλοφορικός, κυκλοφοριακός
Α. κυκλοφοριακός -ή -ό
Σημασία : που ανήκει, που αναφέρεται στην κυκλοφορία οχημάτων και πεζών ή που έχει σχέση με αυτή: Kυκλοφοριακό πρόβλημα / χάος. Δημιουργήθηκε κυκλοφοριακή συμφόρηση. || (ως ουσ.) το κυκλοφοριακό, το πρόβλημα που δημιουργείται από την κυκλοφορία πολλών οχημάτων: Προτείνονται μέτρα για τη λύση του κυκλοφοριακού.
Ετυμολογία : λόγ. κυκλοφορί(α) -ακός
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
καταπληξία, κυκλοφορική καταπληξία
κυκλοφορική ανεπάρκεια
κυκλοφορικό σύστημα
κυκλοφορικός, κυκλοφοριακός
Σχετικά κείμενα
21 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 2.15 δευτερόλεπτα