'νοητικό πηλίκο, διανοητικό πηλίκο'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : νοητικό πηλίκο, διανοητικό πηλίκο
Αγγλικά : intelligence quotient, IQ
Α. χορεία
Σημασία : ομάδα προσώπων που αποτελούν ένα υψηλού συνήθ. επιπέδου σύνολο: H ~ των αγγέλων / των αγίων / των ηρώων. Aνήκει στη ~ των πολιτικών / των ποιητών που έγιναν είδωλα.
Ετυμολογία : λόγ. < ελνστ. χορεία, αρχ. σημ.: `κυκλικός χορός΄
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
ανεπάρκεια του τραχήλου της μήτρας, τραχηλική ανεπάρκεια
έξω τραχηλικό στόμιο, έξω στόμιο του τραχήλου της μήτρας
έσω τραχηλικό στόμιο, έσω στόμιο του τραχήλου της μήτρας#0], έσω στόμιο της μήτρας
τραχηλική βλέννα, βλέννα του τραχήλου
τραχηλική βλέννη
τραχηλική κοιλότητα, κοιλότητα του τραχήλου της μήτρας
τραχηλικό έκκριμα
τραχηλικό μήκος
τραχηλικό στόμιο, στόμιο του τραχήλου της μήτρας
τραχηλικός/cervical
τραχηλικός αδένας, αδένας του τραχήλου
Σχετικά κείμενα
1 αποτέλεσμα βρέθηκε
Χρόνος αναζήτησης : 0.09 δευτερόλεπτα