'χορεία'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : χορεία
Α. χορεία
Σημασία : ομάδα προσώπων που αποτελούν ένα υψηλού συνήθ. επιπέδου σύνολο: H ~ των αγγέλων / των αγίων / των ηρώων. Aνήκει στη ~ των πολιτικών / των ποιητών που έγιναν είδωλα.
Ετυμολογία : λόγ. < ελνστ. χορεία, αρχ. σημ.: `κυκλικός χορός΄
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
χορεία/chorea
χορεία του Huntington, χορεία Huntington
χορεία του Sydenham, χορεία Sydenham, ρευματική χορεία
Σχετικά κείμενα
1 αποτέλεσμα βρέθηκε
Χρόνος αναζήτησης : 1.21 δευτερόλεπτα