'χορεία'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : χορεία
Αγγλικά : chorea
Σημασία : Ακανόνιστες, μη ρυθμικές, απότομες κινήσεις, οι οποίες επιτείνονται κατά τις εκούσιες κινήσεις και τις καθιστούν αδέξιες.
Α. χορεία
Σημασία : (ιατρ.) ασθένεια των νεύρων που εκδηλώνεται με άρρυθμες, ακούσιες κινήσεις.
Ετυμολογία : λόγ. < χορεία 1 σημδ. γαλλ. chorée (< λατ. chorea < αρχ. χορεία)
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
χορεία
χορεία του Huntington, χορεία Huntington
χορεία του Sydenham, χορεία Sydenham, ρευματική χορεία
Σχετικά κείμενα
1 αποτέλεσμα βρέθηκε
Χρόνος αναζήτησης : 1.28 δευτερόλεπτα