'κυτταρικός'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : αντισωματοεξαρτώμενη κυτταρική κυτταροτοξικότητα
Αγγλικά : antibody-dependent cellular cytotoxicity, ADCC
Α. κληρονομικός -ή -ό
Σημασία : που έχει σχέση με την κληρονομιά ή που προέρχεται από αυτή: Έχουν κληρονομικές διαφορές. Kληρονομικό δικαίωμα. Kληρονομικό δίκαιο, το δίκαιο που ρυθμίζει τους όρους της μεταβίβασης περιουσιακών στοιχείων με κληρονομιά. || (ως ουσ.) το κληρονομικό, το αντίστοιχο μάθημα ή βιβλίο. || ~ άρχοντας. || (ως ουσ.) τα κληρονομικά, διαφορές που προκύπτουν από κληρονομικά ζητήματα: Mαλώνουν για τα κληρονομικά.
Ετυμολογία : λόγ. < ελνστ. κληρονομικός
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
κληρονομικός
Σχετικά κείμενα
42 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 2.40 δευτερόλεπτα