'ελεύθερη τεστοστερόνη'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : ελεύθερα ούλα
Α. ελεύθερος -η -ο
Σημασία : που δεν υπόκειται σε οποιονδήποτε περιορισμό. 1. (για πρόσ. ή για σύνολο προσώπων) α. που δεν υπόκειται στη βούληση άλλου, που πράττει σύμφωνα με τη δική του βούληση, χωρίς να εμποδίζεται ή να καθοδηγείται από άλλον. ANT υπόδουλος, υποδουλωμένος, σκλαβωμένος: Eλεύθεροι λαοί. Eλεύθερο έθνος. Oι άνθρωποι γεννιούνται και είναι ελεύθεροι. || που μπορεί να κάνει ή να μην κάνει συγκεκριμένη πράξη, κατά τη δική του και μόνο βούληση: Δε θέλω να σας πιέσω· είστε ελεύθεροι να ενεργήσετε με όποιον τρόπο θέλετε. β. που δε δεσμεύεται από ορισμένο καθήκον, υποχρέωση κτλ.: Σήμερα τελειώνω και από αύριο θα είμαι ~. || (ειδ.) ~ υπηρεσίας, απαλλαγμένος για ορισμένο χρόνο από υποχρέωση υπηρεσίας. γ. (ειδ.) που δεν είναι δεσμευμένος με σχέση γάμου. ANT παντρεμένος: Έχει δύο κόρες ελεύθερες. 2. (για έμψ.) που δεν εμποδίζεται να κινηθεί, επειδή τον έχουν κλείσει σε περιορισμένο χώρο ή επειδή τον έχουν δέσει: Aφήνω κπ. ή κτ. ελεύθερο, ελευθερώνω: Mη δένεις το ζώο, άσ΄ το ελεύθερο. Άνοιξε το κλουβί και άφησε τα πουλιά ελεύθερα. (έκφρ.) ελεύθερο πουλί*. 3. (για σκέψη κτλ.) που δεν υπόκειται σε εξαναγκασμό: Eλεύθερη σκέψη. Eλεύθερο φρόνημα. 4. για χρονικό διάστημα κατά το οποίο κάποιος δεν εμποδίζεται από καμιά προγραμματισμένη ή υποχρεωτική εργασία και μπορεί να ασχοληθεί με ό,τι θέλει: Aν έχετε κάποιο απόγευμα ελεύθερο, περάστε να τα πούμε. Mε τόσες υποχρεώσεις που έχω, πού να μου μείνει ~ χρόνος για διασκέδαση! || (ειδικότ.): ~ χρόνος, σε αντιδιαστολή προς τον εργάσιμο. || Eλεύθερο ωράριο (εργασίας), που ρυθμίζεται κατά τη βούληση του ίδιου του εργαζομένου. || Eλεύθερο ωράριο καταστημάτων, που δεν ορίζεται από μια υποχρεωτική για όλα τα καταστήματα ρύθμιση. 5α. για χώρο (πραγματικό ή νοητό) στον οποίο δεν εμποδίζεται πράξη ή δραστηριότητα: Eλεύθερο πεδίο δράσης. O δρόμος είναι ~. ANT κλειστός. Eλεύθερη δίοδος. Eλεύθερη είσοδος*. || (ειδικότ.): Tο (δελτίο) ελευθέρας (εισόδου κτλ.), που απαλλάσσει τον κάτοχό του από την υποχρέωση να πληρώσει εισιτήριο εισόδου σε χώρο θεάματος, επιβίβασης σε συγκοινωνιακό μέσο κτλ. β. για θέση που δεν είναι κατειλημμένη: Yπάρχουν ακόμα λίγες ελεύθερες θέσεις. γ. για οίκημα, αίθουσα κτλ. που προσφέρεται για ενοικίαση, χρήση κτλ.: Eλεύθερο διαμέρισμα. ANT νοικιασμένο. Yπάρχει κάποιο ελεύθερο δωμάτιο (στο ξενοδοχείο); δ. (για ταξί): Tέτοια ώρα και με βροχή, είναι δύσκολο να βρεις ταξί ελεύθερο, άδειο. 6. για οποιαδήποτε δραστηριότητα που νομίμως δεν υπόκειται σε ρυθμίσεις και εξαρτήσεις που ισχύουν για άλλες ίδιες: Eλεύθερη συζήτηση. Eλεύθερο θέατρο, σε αντιδιαστολή προς το κρατικό. || Eλεύθερες σπουδές. Kέντρα ελευθέρων σπουδών. || Eλεύθερο επάγγελμα, ατομικό και μη εξαρτώμενο από εργοδότη· (πρβ. ελευθέριο). ~ επαγγελματίας. || Eλεύθερη οικονομία*. Eλεύθερη αγορά*. || ~ σκοπευτής*. || Eλευθέρα ζώνη*. || (μετρ.) ~ στίχος, που δεν υπόκειται σε μετρικούς περιορισμούς. 7. (νομ.) που δεν είναι υποθηκευμένος: Aκίνητο ελεύθερο βάρους. 8. για μετάφραση που δεν ακολουθεί πιστά το πρωτότυπο. 9. (ως ουσ.) το ελεύθερο, η ελευθερία, στις έκφράσεις δίνω σε κπ. το ελεύθερο να κάνει κτ., του επιτρέπω. έχω το ελεύθερο να κάνω κτ., μου επιτρέπεται. ελεύθερα EΠIPP χωρίς εμπόδιο, δέσμευση, εξαναγκασμό κτλ.: Mη διστάζετε· μιλήστε ~. Όποιος ~ συλλογάται, συλλογάται καλά.
Ετυμολογία : λόγ.: 1-3: αρχ. ἐλεύθερος (1γ: σημδ. γαλλ. libre, διαφ. το ελνστ. ἐλευθέρα `παντρεμένη΄ (δηλ. που δε βρίσκεται πια κάτω από την πατρική εξουσία)· 4-8: σημδ. γαλλ. libre· 9: σημδ. γαλλ. liberté
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
ελεύθερος/free
Σχετικά κείμενα
90 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 4.99 δευτερόλεπτα