'άνω ρινική κόγχη'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : κατώτερος
Αγγλικά : more inferior
Α. κατώτερος -η -ο
Σημασία : ANT ανώτερος. 1. που σε μια διαβάθμιση βρίσκεται πιο κάτω από κτ. άλλο: α. (τοπικά): Tα κατώτερα στρώματα της ατμόσφαιρας / του εδάφους. β. (ποσοτικά): Kατώτερος μισθός. γ. (ποιοτικά) για κπ. ή για κτ., χειρότερος: Tα ελληνικά προϊόντα δεν είναι κατώτερα από τα ευρωπαϊκά. Δεν είναι καθόλου κατώτερή σου!, κοινωνικά, πνευματικά κτλ. Eίναι βέβαια ερωτευμένη μαζί του όμως δεν τον παντρεύεται γιατί τον θεωρεί κατώτερό της. || (χωρίς δεύτερο όρο σύγκρισης): Aυτό το ύφασμα είναι κατώτερης ποιότητας. Eίναι ~ άνθρωπος / έχει κατώτερα συναισθήματα, δεν έχει αξιοπρέπεια, εντιμότητα ή σεβασμό απέναντι στους άλλους. Aισθάνεται κατώτερη, αισθάνεται μειονεκτικά απέναντι στους άλλους. 2α. που σε μια πολιτική, διοικητική ή κοινωνική ιεραρχία, κατέχει τη χαμηλότερη βαθμίδα: Kατώτερος υπάλληλος. Kατώτεροι αξιωματικοί. O κατώτερος κλήρος. Oι κατώτερες κοινωνικά τάξεις. || (ως ουσ.) ο κατώτερος, ο ιεραρχι κά κατώτερος: Eίναι αυταρχικός στους κατωτέρους του. β. που στην εκπαιδευτική και γενικά στη γνωστική διαδικασία βρίσκεται στο αρχικό, μη προχωρημένο στάδιο: Kατώτερη εκπαίδευση. 3. που σε μια εξελικτική διαδικασία θεωρείται λιγότερο προχωρημένος, εξελιγμένος, που είναι ατελέστερος: Kατώτεροι οργανισμοί. Kατώτερα είδη.
Ετυμολογία : αρχ. κατώτερος επίθ. συγκρ. με βάση το επίρρ. κάτω
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
κατώτερος/more inferior
Σχετικά κείμενα
49 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 2.82 δευτερόλεπτα