'υπερτροφικές αδενοειδείς εκβλαστήσεις'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : φαρμακευτικός παρκινσονισμός
Α. ταχύς -εία -ύ
Σημασία : 1. γρήγορος. ANT αργός, βραδύς. α. για κπ. που κάνει κτ. ή για κτ. που γίνεται σε διάστημα πολύ μικρότερο από το συνηθισμένο: Eίναι ~ στο να παίρνει αποφάσεις και στο να τις εκτελεί. Δουλεύει με ταχύ ρυθμό. Άνθρωπος με ταχεία αντίληψη. (λόγ.) Σου εύχομαι ταχεία ανάρρωση. || (σε εκφράσεις όπου δεν μπορεί να αντικατασταθεί από το επίθ. γρήγορος): Kόλλα / υλικό ταχείας πήξεως. Φάρμακο / ουσία ταχείας απορρόφησης. β. που κινείται πολύ γρήγορα: ~ δρομέας. Tο αεροπλάνο είναι πολύ ταχύτερο από το αυτοκίνητο. || Δρόμος ταχείας κυκλοφορίας, όπου τα αυτοκίνητα αναπτύσσουν μεγάλη ταχύτητα. γ. (χημ.) ταχεία καύση, που συνοδεύεται από έκλυση θερμότητας και φωτός. 2. (ως ουσ.) α. η ταχεία, αμαξοστοιχία που κάνει λίγους σταθμούς και φτάνει στον προορισμό της πιο γρήγορα από τις κοινές: Πήρε την ταχεία Aθηνών-Θεσσαλονίκης. β. (επιρρ. έκφρ.) το ταχύτερο, όσο γίνεται πιο γρήγο ρα: Nα έρθεις το ταχύτερο. (λόγ.) ταχέως EΠIPP συνήθ. στο συγκριτι κό και στον υπερθετικό βαθμό: Nέα μέθοδος για να μαθαίνει κανείς ταχύτερα τις ξένες γλώσσες. H απάντησή του έφτασε ταχύτατα.
Ετυμολογία : λόγ.: 1: αρχ. ταχύς· 2α: σημδ. γαλλ. train rapide ή γερμ. Schnellzug· 2β: αρχ. επίρρ. ταχύτερον `πιο γρήγορα΄ σημδ. γαλλ. le plus tἄt· λόγ. < αρχ. ταχέως
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
φαρμακευτικός παρκινσονισμός
Σχετικά κείμενα
90 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 5.17 δευτερόλεπτα