'αποκόλληση του πλακούντα, πλακουντιακή αποκόλληση'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : αποκόλληση
Αγγλικά : detachment
Α. μονήρης -ης -ες
Σημασία : (λόγ.) που είναι μοναδικός ή απομονωμένος: ~ βίος, μοναχική ζωή. || (βοτ.): Mονήρες άνθος, που είναι ένα και μοναδικό στην κορυφή κάθε βλαστού. || (ζωολ.) Mονήρες ζώο, που ζει μόνο. || (ως ουσ.) τα μονήρη*.
Ετυμολογία : λόγ. < αρχ. μονήρης
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
μονήρης
Σχετικά κείμενα
23 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 1.51 δευτερόλεπτα