Σημασία : αυτός που σπουδάζει σε ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, σε πανεπιστήμιο: ~ (της) Iατρικής / (της) Φιλολογίας / (του) Πολυτεχνείου. Iκανοποιήθηκαν τα αιτήματα των φοιτητών. (ειρ.) αιώνιος ~, αυτός που παραμελεί τις σπουδές του και καθυστερεί πολύ να τις τελειώσει. φοιτητάκος ο θηλ. φοιτητριούλα YΠOKOP.