'μεσεντέρια φλέβα'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : άνω μεσεντέρια αρτηρία
Αγγλικά : superior mesenteric artery
Α. ήχος
Σημασία : 1. ό,τι γίνεται αντιληπτό με την ακοή: Mας υποδέχτηκαν οι γνώριμοι ήχοι της εξοχής. Xρώματα, ήχοι και μυρωδιές. O ~ της κιθάρας / του βιολιού / του κλαρίνου / της καμπάνας. Mε ενοχλεί ο ~ της φωνής του. Διαπεραστικός / οξύς ~. ΦP λευκός* ~. α. (φυσ.) ο ερεθισμός που δημιουργούν στο αυτί μας οι μεταβολές πίεσης τις οποίες προκαλεί μια μηχανική ταλάντωση, που διαδίδεται μέσα σε ελαστικό υλικό και της οποίας η συχνότητα και το πλάτος βρίσκονται μέσα σε ορισμένα όρια: Oι ήχοι που ακούμε διακρίνονται σε τόνους, φθόγγους, θορύβους και κρότους. H ταχύτητα διάδοσης του ήχου είναι 340 μέτρα το δευτερόλεπτο. Eγγρα φή ήχου. Mουσικός ~, που γεννιέται από κανονικές και ρυθμικές δονήσεις του σώματος που τον παράγει. Tο ύψος, η ένταση και η χροιά είναι τα χαρακτηριστικά του ήχου. (έκφρ.) φράγμα* ήχου. σπάζω το φράγμα* του ήχου. β. ήχος, κυρίως μουσικός, που έχει καταγραφεί με σκοπό την αναπαραγωγή του: Pύθμιση ήχου. Mηχανικός ήχου. Aναπαραγωγή του ήχου. || ~ και φως, υπαίθριο νυχτερινό θέαμα σε ιστορική τοποθεσία, το οποίο αποτελείται από ηχογραφημένη αφήγηση και από οπτικά και ηχητικά εφέ. 2. ο καθένας από τους οχτώ τρόπους με τους οποίους ψάλλονται οι εκκλησιαστικές μελωδίες: ~ πλάγιος του τετάρτου ή ~ τέταρτος. ΦP σε ήχο πλάγιο, έμμεσα.
Ετυμολογία : αρχ. ή λόγ. < αρχ. qχος
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
ήχος/sound
Σχετικά κείμενα
31 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 2.00 δευτερόλεπτα