'κρόκος'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : κρόκος
Αγγλικά : crocus
Α. κρόκος
Σημασία : 1. γένος φυτών που περιλαμβάνει πάρα πολλά είδη, ιθαγενή της Eυρώπης και άλλων χωρών, τα οποία καλλιεργούνται για λόγους καλλωπιστικούς, και τα αποξηραμένα στίγματα των λουλουδιών τους χρησιμοποιούνται στη φαρμακευτική, στη μαγειρική ή ως χρωστική ουσία. 2. η ζαφορά.
Ετυμολογία : αρχ. κρόκος
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
κρόκος, κρόκος του αυγού
Σχετικά κείμενα
3 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 1.31 δευτερόλεπτα