Αναζήτηση / Search

  

 

'κρόκος, κρόκος του αυγού'

Αντίστοιχα λήμματα λεξικού

1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : κρόκος, κρόκος του αυγού


Α. κρόκος

Σημασία : το κίτρινο μέρος του αυγού.

Ετυμολογία : ελνστ. κρόκος < αρχ. κρόκος (δες κρόκος 1) από την ομοιότητα του χρώματος

Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης




Παρεμφερείς όροι αναζήτησης

κρόκος/crocus



Σχετικά κείμενα

3 αποτελέσματα βρέθηκαν

Χρόνος αναζήτησης : 1.43 δευτερόλεπτα


Πνευματικά δικαιώματα © 2008 - Ασκληπιακό Πάρκο Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών - Πιλοτική εφαρμογή - Ανάληψη ευθυνών
Επιστροφή στην αρχική σελίδα  -  Επικοινωνία