'πόνος, άλγος'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : πόνος, άλγος
Αγγλικά : pain, ache
Σημασία : Δυσάρεστη αισθητηριακή και συναισθηματική εμπειρία, που συνδέεται με πραγματική ή πιθανή βλάβη των ιστών ή που περιγράφεται απλώς ως σχετιζόμενη με τέτοια βλάβη.
Α. πόνος
Σημασία : (έντονα) δυσάρεστο αίσθημα, που προκαλείται σε σημείο, σε περιοχή ή σε όργανο του σώματος από αρρώστια, χτύπημα, τραυματισμό ή από άλλες βλάβες και αιτίες: Ξαφνικός / ισχυρός / οξύς / αφόρητος / αβάσταχτος / περαστικός / επίμονος / σωματικός / ρευματικός ~. Aίσθημα / αισθητήριο / σημείο / ένταση / κραυγή / ουρλιαχτό πόνου. Έχω έναν πόνο στη μέση / στην πλάτη / στο στομάχι. Φωνάζω από τον πόνο. (Δεν) αντέχω (σ)τον πόνο. Kάθε άγγιγμα του προκαλούσε πό νο. Πρόσωπο συσπασμένο από τον πόνο. (έκφρ.) το κρεβάτι του πόνου, λέγεται για να περιγράψει την κατάσταση του βαριά αρρώστου: Έλιωνε στο κρεβάτι του πόνου. ΠAP ΦP μπρος στα κάλλη* τι είν΄ ο ~! || (πληθ.) οι ωδίνες του τοκετού: Tην έπιασαν οι πόνοι (της γέννας / του τοκετού).
Ετυμολογία : αρχ. πόνος (αρχική σημ.: `σκληρή δουλειά, καταπόνηση΄)
Β. άλγος
Σημασία : (λόγ.) πόνος, κυρίως ψυχικός: O πρόωρος θάνατός του μας προξένησε βαθύτατο (ψυχικό) ~.
Ετυμολογία : λόγ. < αρχ. ἄλγος
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
αναφερομένος πόνος
άτυπος προσωπικός πόνος
διάχυτος πόνος
επιγαστρικός πόνος
ημικρανικός πόνος, πόνος της ημικρανίας
θωρακικός πόνος
καυστικός πόνος
κοιλιακός πόνος
μετατραυματικός πόνος
μετεγχειρητικός πόνος
μυοπεριτονιακός πόνος
μυοσκελετικός πόνος
νευροπαθητικός πόνος
οξύς θωρακικός πόνος
οξύς κοιλιακός πόνος
οστικός πόνος
οφθαλμικός πόνος
πόνος
πόνος του καρκίνου
στηθαγχικός πόνος
στομαχικός πόνος, στομαχόπονος
χρόνιος πόνος
ψυχογενής πόνος
Σχετικά κείμενα
93 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 5.79 δευτερόλεπτα