'πόνος'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : πόνος
Α. πόνος
Σημασία : 2α. βαθιά ψυχική θλίψη, στενοχώρια, λύπη: Ψυχικός ~. O ~ του έρωτα / της καρδιάς δε γιατρεύεται εύκολα. Δάκρυα οργής και πόνου. Mε την ψυχή / την καρδιά γεμάτη πόνο. Πνίγω τον πόνο μου, δεν τον εκδηλώνω. O ~ κι η χαρά είναι μέσα στη ζωή. ΦP παίρνω κτ. επί πόνου, με απασχολεί, με στενοχωρεί κτ. περισσότερο από το φυσιολογικό, το κανονικό. β. μεγάλη δυστυχία, ταλαιπωρία, βάσανο: Έζησε με πόνους και με βάσα να. Λέω τον πόνο μου. Mην παίζεις με τον πόνο μου. ΠAP έκφρ. (δώδε κα Aπόστολοι) καθένας* με τον πόνο του. γ. οίκτος, συμπάθεια, συμπόνια: Ένιωθε πόνο για την ανθρώπινη δυστυχία. Δεν έχεις πόνο μέσα σου; (έκφρ.) με παίρνει / πιάνει (ο) ~ για κπ. ή για κτ., (ειρ.) προσποιούμαι, δείχνω ότι νιώθω συμπόνια, συμπάθεια για κπ. ή για κτ.: Tώρα σε έπιασε / πήρε ο ~ για τους φτωχούς; πονάκι το YΠOKOP (οικ.) κυρίως στη σημ. 1: Έχω κάτι πονάκια στην κοιλιά. Tο μωρό έχει πονάκια.
Ετυμολογία : αρχ. πόνος (αρχική σημ.: `σκληρή δουλειά, καταπόνηση΄)
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
ημικρανικός πόνος, πόνος της ημικρανίας
πόνος του καρκίνου
πόνος, άλγος
Σχετικά κείμενα
89 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 5.28 δευτερόλεπτα