Αναζήτηση / Search

  

 

'αναερόβιο μικρόβιο, αναερόβιο'

Αντίστοιχα λήμματα λεξικού

1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : αναερόβιο μικρόβιο, αναερόβιο
Αγγλικά : anaerobe




Παρεμφερείς όροι αναζήτησης

αναερόβια αναπνοήαναερόβια εντερική χλωρίδααναερόβια λοίμωξηαναερόβια χλωρίδααναερόβιο είδοςαναερόβιος/anaerobicαναερόβιος Gram-αρνητικός βάκιλος, Gram-αρνητικός αναερόβιος βάκιλοςαναερόβιος βάκιλοςαναερόβιος μεταβολισμόςαναερόβιος μικροοργανισμόςαναερόβιος στρεπτόκοκκοςγλυκόλυση, αναερόβια γλυκόλυση



Σχετικά κείμενα

7 αποτελέσματα βρέθηκαν

Χρόνος αναζήτησης : 1.45 δευτερόλεπτα


Πνευματικά δικαιώματα © 2008 - Ασκληπιακό Πάρκο Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών - Πιλοτική εφαρμογή - Ανάληψη ευθυνών
Επιστροφή στην αρχική σελίδα  -  Επικοινωνία