Αναζήτηση / Search

  

 

'αναερόβιος'

Αντίστοιχα λήμματα λεξικού

1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : αναερόβιος
Αγγλικά : anaerobic


Α. αναερόβιος -α -ο

Σημασία : (βιολ.) για μικροοργανισμό που μπορεί να ζήσει χωρίς οξυγόνο: Aναερόβια μικρόβια. || (ιατρ.): Aναερόβιες λοιμώξεις, που οφείλονται σε αναερόβια μικρόβια.

Ετυμολογία : λόγ. < γαλλ. anaéro bie < an- = αν- (δες α- 1) + αρχ. ἀερ- (δες αέρας) -ο- + αρχ. βί(ος) -ος

Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης




Παρεμφερείς όροι αναζήτησης

αναερόβια αναπνοήαναερόβια εντερική χλωρίδααναερόβια λοίμωξηαναερόβια χλωρίδααναερόβιο είδοςαναερόβιο μικρόβιο, αναερόβιοαναερόβιος Gram-αρνητικός βάκιλος, Gram-αρνητικός αναερόβιος βάκιλοςαναερόβιος βάκιλοςαναερόβιος μεταβολισμόςαναερόβιος μικροοργανισμόςαναερόβιος στρεπτόκοκκοςγλυκόλυση, αναερόβια γλυκόλυση



Σχετικά κείμενα

7 αποτελέσματα βρέθηκαν

Χρόνος αναζήτησης : 1.54 δευτερόλεπτα


Πνευματικά δικαιώματα © 2008 - Ασκληπιακό Πάρκο Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών - Πιλοτική εφαρμογή - Ανάληψη ευθυνών
Επιστροφή στην αρχική σελίδα  -  Επικοινωνία