'γαστρεντερικό σύστημα, γαστρεντερικό'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : γαστρεντερική λοίμωξη, λοίμωξη του γαστρεντερικού συστήματος
Αγγλικά : gastrointestinal infection
Α. κορεσμός
Σημασία : 1. (φυσ.) κατάσταση ενός φυσικού ή χημικού συστήματος, κατά την οποία ένα ορισμένο χαρακτηριστικό μέγεθος έχει αποκτήσει τη μεγαλύτερη τιμή του. || (μτφ.): O ~ της αγοράς. 2. κατάσταση της πλήρους ικανοποίησης του αισθήματος της πείνας ή της δίψας, καθώς και διάφορων παθών ή παρορμητικών επιθυμιών: O ~ της πείνας. Έφτασα σε σημείο κορεσμού.
Ετυμολογία : λόγ. κορεσ- (δες κορεννύω) -μός
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
κορεσμός/saturation
Σχετικά κείμενα
8 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 0.79 δευτερόλεπτα