'νεφρικός κολικός, κολικός του νεφρού, κολικός των νεφρών'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : νεφρικός κολικός, κολικός του νεφρού, κολικός των νεφρών
Αγγλικά : renal colic
Α. κορεσμός
Σημασία : 1. (φυσ.) κατάσταση ενός φυσικού ή χημικού συστήματος, κατά την οποία ένα ορισμένο χαρακτηριστικό μέγεθος έχει αποκτήσει τη μεγαλύτερη τιμή του. || (μτφ.): O ~ της αγοράς. 2. κατάσταση της πλήρους ικανοποίησης του αισθήματος της πείνας ή της δίψας, καθώς και διάφορων παθών ή παρορμητικών επιθυμιών: O ~ της πείνας. Έφτασα σε σημείο κορεσμού.
Ετυμολογία : λόγ. κορεσ- (δες κορεννύω) -μός
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
νεογνική ηλικία
νεογνική θνησιμότητα
νεογνική λοίμωξη, λοίμωξη του νεογνού
νεογνική μηνιγγίτιδα, μηνιγγίτιδα των νεογνών
νεογνική περίοδος
νεογνική σηψαιμία
νεογνική υπογλυκαιμία
νεογνική υπομαγνησιαιμία
νεογνικό αντανακλαστικό
νεογνικός/neonatal
νεογνικός έρπητας
νεογνικός θάνατος, θάνατος του νεογνού, θάνατος των νεογνών
νεογνικός ίκτερος, ίκτερος του νεογνού, ίκτερος των νεογνών
νεογνικός σπασμός
νεογνικός τέτανος, τέτανος του νεογνού, τέτανος των νεογνών
παροδικός νεογνικός υποπαραθυρεοειδισμός
Σχετικά κείμενα
8 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 0.21 δευτερόλεπτα