'άνω άκρο'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : λεμφοκύτταρο
Αγγλικά : lymphocyte
Α. ιός
Σημασία : 1. (βιολ.) μορφή ακυτταρικής ζωής· ζωντανός μικροοργανισμός, μικρότερος και από τα βακτήρια, και ορατός μόνο με ηλεκτρονικό μικροσκόπιο: Oι ιοί αναπαράγονται μέσα σε κάποιο ζωντανό κύτταρο. Oι ιοί που προσβάλλουν τα βακτήρια λέγονται βακτηριοφάγοι. || (ιατρ.) κυρίως για παθογόνους ιούς: O ~ της γρίπης / της πολιομυελίτιδας. Διηθητός* ~. 2. (πληροφ.) στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές, πρόγραμμα που πολλαπλασιάζεται ανεξέλεγκτα και μπορεί να προκαλέσει βλάβες.
Ετυμολογία : λόγ. < αρχ. ἰός `δηλητήριο΄ σημδ. διεθ. virus (στις νέες σημ.) < λατ. virus `δηλητήριο΄
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
λεμφοκύτταρο/lymphocyte
Σχετικά κείμενα
63 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 4.03 δευτερόλεπτα