'αναπνευστική δυσχέρεια'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : αναπνευστική αλκάλωση
Αγγλικά : respiratory alkalosis
Α. καθορισμός
Σημασία : η ενέργεια του καθορίζω: Eίναι απαραίτητος ο ~ των συνόρων. O ~ της ημερομηνίας του συνεδρίου θα εξαρτηθεί από πολλούς παράγοντες, προσδιορισμός. ~ αρμοδιοτήτων, ρύθμιση. Eίναι δύσκολος ο ~ των αιτίων του ατυχήματος, προσδιορισμός. || θέτω όρια σε κτ., το θέτω υπό τον έλεγχό μου: Δεν μπορείς να καθορίζεις εσύ τη δική μου τη ζωή.
Ετυμολογία : λόγ. καθορισ- (καθορίζω) -μός
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
καθορισμός/determination
Σχετικά κείμενα
68 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 3.60 δευτερόλεπτα