Αναζήτηση / Search

  

 

'τένοντας'

Αντίστοιχα λήμματα λεξικού

1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : τένοντας
Αγγλικά : tendon


Α. τένοντας

Σημασία : δέσμη από νεύρα που συνδέει τους μυώνες με τα οστά.

Ετυμολογία : λόγ. < αρχ. τένων, αιτ. -οντα

Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης




Παρεμφερείς όροι αναζήτησης

αχίλλειος τένονταςτένοντας του δικεφάλου βραχιονίου μυόςτένοντας του τετρακεφάλου μυόςτενόντιο έλυτρο, έλυτρο του τένοντα, έλυτρο των τενόντων



Σχετικά κείμενα

9 αποτελέσματα βρέθηκαν

Χρόνος αναζήτησης : 1.56 δευτερόλεπτα


Πνευματικά δικαιώματα © 2008 - Ασκληπιακό Πάρκο Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών - Πιλοτική εφαρμογή - Ανάληψη ευθυνών
Επιστροφή στην αρχική σελίδα  -  Επικοινωνία