'κορεσμός'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : κορεσμός
Αγγλικά : saturation
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
άπω νεφρικό σωληνάριο, άπω σωληνάριο
νεφρική αγενεσία, αγενεσία των νεφρών
νεφρική αιματική ροή
νεφρική αιμάτωση
νεφρική ανεπάρκεια
νεφρική αρτηρία
νεφρική βιοψία
νεφρική γλυκοζουρία
νεφρική δεϋδροπεπτιδάση
νεφρική δυσλειτουργία
νεφρική δυσπλασία
νεφρική κάθαρση
νεφρική κάψα
νεφρική κυκλοφορία
νεφρική κύστη, κύστη του νεφρού
νεφρική λειτουργία
νεφρική λοίμωξη
νεφρική οστεοδυστροφία
νεφρική πύελος
νεφρική σωληναριακή οξέωση
νεφρική υποπλασία
νεφρική φλέβα
νεφρικό αγγείο, αγγείο του νεφρού
νεφρικό αιμοφόρο αγγείο, αιμοφόρο αγγείο του νεφρού
νεφρικό αλλομόσχευμα
νεφρικό απόστημα
νεφρικό αρτηριόλιο, αρτηριόλιο του νεφρού
νεφρικό έμφρακτο, έμφρακτο του νεφρού
νεφρικό κύτταρο
νεφρικό μόσχευμα
νεφρικό παρέγχυμα, παρέγχυμα του νεφρού
νεφρικό σωληνάριο, σωληνάριο του νεφρού, ουροφόρο σωληνάριο του νεφρού, ουροφόρο σωληνάριο
νεφρικός/renal
νεφρικός κάλυκας
νεφρικός κολικός, κολικός του νεφρού, κολικός των νεφρών
νεφρόλιθος, νεφρικός λίθος
νεφροπάθεια, νεφρική νόσος, νόσος του νεφρού
νεφροσκλήρυνση, νεφρική σκλήρυνση
νεφροτοξικότητα, νεφρική τοξικότητα
ολιγουρική νεφρική ανεπάρκεια
οξεία νεφρική ανεπάρκεια, ΟΝΑ
χρόνια νεφρική ανεπάρκεια, ΧΝΑ
Σχετικά κείμενα
2 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 0.76 δευτερόλεπτα