Αναζήτηση / Search
'αορτικός'Αντίστοιχα λήμματα λεξικού 1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)Ελληνικά : αορτικόςΑγγλικά : aorticΑ. αορτικός -ή -όΣημασία : (ανατ.) που ανήκει ή που αναφέρεται στην αορτή: Aορτικό τόξο. Ετυμολογία : λόγ. < γαλλ. aortique < aort(e) < αρχ. ἀορτ(ή) -ique = -ικόςΠηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής NεοελληνικήςΙνστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη ΤριανταφυλλίδηΕπιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησηςαορτική ανεπάρκεια, ανεπάρκεια αορτής, ανεπάρκεια της αορτικής βαλβίδαςαορτική βαλβίδα, βαλβίδα της αορτήςαορτική ρίζααορτική στένωση, στένωση αορτής, στένωση της αορτικής βαλβίδαςαορτικό ανεύρυσμα, ανεύρυσμα της αορτήςαορτικό σωμάτιοαορτικό τόξοαορτικός δακτύλιοςγυάλινη πιπέταδίπτυχη αορτική βαλβίδα
Σχετικά κείμενα 15 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 1.84 δευτερόλεπτα
Πνευματικά δικαιώματα © 2008 - Ασκληπιακό Πάρκο Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών - Πιλοτική εφαρμογή - Ανάληψη ευθυνώνΕπιστροφή στην αρχική σελίδα - Επικοινωνία
Λεξικό
×