'αλκαλοειδές του οπίου'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : αλκαλοειδές
Αγγλικά : alkaloid
Α. αορτικός -ή -ό
Σημασία : (ανατ.) που ανήκει ή που αναφέρεται στην αορτή: Aορτικό τόξο.
Ετυμολογία : λόγ. < γαλλ. aortique < aort(e) < αρχ. ἀορτ(ή) -ique = -ικός
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
αορτικός/aortic
Σχετικά κείμενα
15 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 1.10 δευτερόλεπτα