'απόφραξη του παχέος εντέρου'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : αγγειακή απόφραξη, απόφραξη του αγγείου
Α. αρκτικός -ή -ό
Σημασία : που βρίσκεται στο βορειότερο τμήμα της υδρογείου, ο βόρειος: ~ πόλος, ο βόρειος. Aρκτική ζώνη, η περιοχή γύρω από το Bόρειο Πόλο. ~ Ωκεανός, ο βόρειος παγωμένος. ~ κύκλος, ο βόρειος πολικός. Aρκτικές χώρες, που βρίσκονται στη βόρεια πολική ζώνη. || Aρκτικό ψύχος, για μεγάλο κρύο.
Ετυμολογία : λόγ. < αρχ. ἀρκτικός
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
αρκτικός/Arctic
Δεν υπάρχουν επί του παρόντος σχετικά κείμενα
Χρόνος αναζήτησης : 0.59 δευτερόλεπτα