'άτονο έλκος'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : νεφροπάθεια, νεφρική νόσος, νόσος του νεφρού
Αγγλικά : nephropathy, renal disease
Α. νεφροπάθεια
Σημασία : γενική ονομασία για παθήσεις των νεφρών.
Ετυμολογία : λόγ. < γαλλ. néphropathie < néphro- = νεφρο- + -pathie = -πάθεια
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
νεφροπάθεια, νεφρική νόσος, νόσος του νεφρού
Σχετικά κείμενα
32 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 1.95 δευτερόλεπτα