Αναζήτηση / Search
'αυξητικός'Αντίστοιχα λήμματα λεξικού 1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)Ελληνικά : αυξητικόςΑγγλικά : augmentativeΑ. αυξητικός -ή -όΣημασία : που προκαλεί ή που συμβάλλει σε αύξηση: Aυξητικοί παράγοντες. Aυξητικές τάσεις του πληθωρισμού. Ετυμολογία : λόγ. < αρχ. αὐξητικόςΠηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής NεοελληνικήςΙνστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη ΤριανταφυλλίδηΕπιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησηςαιμοποιητικός αυξητικός παράγονταςαυξητική ορμόνη, σωματοτροπίνη, σωματοτρόπος ορμόνηαυξητικός κώνοςαυξητικός παράγονταςενδοθηλιακός αυξητικός παράγονταςεπιδερμικός αυξητικός παράγονταςινοβλαστικός αυξητικός παράγονταςινσουλινοειδής αυξητικός παράγονταςινσουλινοειδής αυξητικός παράγοντας Ι, σωματομεδίνη Cμετασχηματικός αυξητικός παράγονταςμετατρεπτικός αυξητικός παράγονταςοστεοβλαστικός αυξητικός παράγονταςτροποποιητικός αυξητικός παράγοντας
Σχετικά κείμενα 38 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 2.87 δευτερόλεπτα
Πνευματικά δικαιώματα © 2008 - Ασκληπιακό Πάρκο Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών - Πιλοτική εφαρμογή - Ανάληψη ευθυνώνΕπιστροφή στην αρχική σελίδα - Επικοινωνία
Λεξικό
×