Αναζήτηση / Search
'αυξητική ορμόνη, σωματοτροπίνη, σωματοτρόπος ορμόνη'Αντίστοιχα λήμματα λεξικού 1. (Ουσιαστικό)Ελληνικά : αυξητική ορμόνη, σωματοτροπίνη, σωματοτρόπος ορμόνηΑγγλικά : growth hormone, somatotropin, GHΑ. σωματοτροπίνηΣημασία : (βιολ.) αυξητική ορμόνη της υπόφυσης. Ετυμολογία : λόγ. < διεθ. somat- < somato- = σωματο- + -tropine < αρχ. τρόπ(ος) (στη σημ.: `στροφή, κατεύθυνση΄) -ine = -ίνηΠηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής NεοελληνικήςΙνστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη ΤριανταφυλλίδηΕπιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησηςαιμοποιητικός αυξητικός παράγονταςαυξητικός/augmentativeαυξητικός κώνοςαυξητικός παράγονταςενδοθηλιακός αυξητικός παράγονταςεπιδερμικός αυξητικός παράγονταςινοβλαστικός αυξητικός παράγονταςινσουλινοειδής αυξητικός παράγονταςινσουλινοειδής αυξητικός παράγοντας Ι, σωματομεδίνη Cμετασχηματικός αυξητικός παράγονταςμετατρεπτικός αυξητικός παράγονταςοστεοβλαστικός αυξητικός παράγονταςτροποποιητικός αυξητικός παράγοντας
Σχετικά κείμενα 16 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 1.90 δευτερόλεπτα
Πνευματικά δικαιώματα © 2008 - Ασκληπιακό Πάρκο Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών - Πιλοτική εφαρμογή - Ανάληψη ευθυνώνΕπιστροφή στην αρχική σελίδα - Επικοινωνία
Λεξικό
×