Αναζήτηση / Search

  

 

'αυξητική ορμόνη, σωματοτροπίνη, σωματοτρόπος ορμόνη'

Αντίστοιχα λήμματα λεξικού

1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : αυξητική ορμόνη, σωματοτροπίνη, σωματοτρόπος ορμόνη
Αγγλικά : growth hormone, somatotropin, GH


Α. σωματοτροπίνη

Σημασία : (βιολ.) αυξητική ορμόνη της υπόφυσης.

Ετυμολογία : λόγ. < διεθ. somat- < somato- = σωματο- + -tropine < αρχ. τρόπ(ος) (στη σημ.: `στροφή, κατεύθυνση΄) -ine = -ίνη

Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης




Παρεμφερείς όροι αναζήτησης

αιμοποιητικός αυξητικός παράγονταςαυξητικός/augmentativeαυξητικός κώνοςαυξητικός παράγονταςενδοθηλιακός αυξητικός παράγονταςεπιδερμικός αυξητικός παράγονταςινοβλαστικός αυξητικός παράγονταςινσουλινοειδής αυξητικός παράγονταςινσουλινοειδής αυξητικός παράγοντας Ι, σωματομεδίνη Cμετασχηματικός αυξητικός παράγονταςμετατρεπτικός αυξητικός παράγονταςοστεοβλαστικός αυξητικός παράγονταςτροποποιητικός αυξητικός παράγοντας



Σχετικά κείμενα

16 αποτελέσματα βρέθηκαν

1    Αυξητική ορμόνη (GH)
2Συμπληρώματα διατροφής και doping
3Εφηβική παχυσαρκία
4Υποθάλαμος
5Σωματοεκλυτίνη (GHRH)
6Υπόφυση
7Προλακτίνη (PRL)
8Πλακουντική γαλακτογόνος ορμόνη (hPL)
9Σωματοστατίνη
10Σύνδρομο Πολυκυστικών Ωοθηκών
11Ανατομικά αίτια, γενετικά αίτια και καθ'έξιν αποβολές
12Ενδοκρινολογικά αίτια και καθ'έξιν αποβολές
13Προλακτίνη (PRL)
14Ο ρόλος της προλακτίνης στην αιτιολογία των καθ'έξιν αποβολών
15Κατηγορίες απαγορευμένων ουσιών
16Συγγενής υπερπλασία των επινεφριδίων

Χρόνος αναζήτησης : 1.90 δευτερόλεπτα


Πνευματικά δικαιώματα © 2008 - Ασκληπιακό Πάρκο Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών - Πιλοτική εφαρμογή - Ανάληψη ευθυνών
Επιστροφή στην αρχική σελίδα  -  Επικοινωνία