'θυρεοειδής'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : θυρεοειδής
Αγγλικά : thyroid
Α. θυρεοειδής -ής -ές
Σημασία : (ανατ.) ~ αδένας και ως ουσ. ο θυρεοειδής, ενδοκρινής αδένας που βρίσκεται στο εμπρός και κάτω τμήμα του λαιμού και οι ορμόνες του οποίου ρυθμίζουν το γενικό μεταβολισμό του οργανισμού: Yπερλειτουργία / υπολειτουργία του θυρεοειδή.
Ετυμολογία : λόγ. < ελνστ. θυρεοειδής (επειδή μοιάζει με ασπίδα, δες στο θυρεός)
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
θυρεοειδής αδένας, θυρεοειδής
θυρεοειδής χόνδρος
θυρεοειδική ορμόνη, ορμόνη του θυρεοειδούς αδένα, θυρεοειδής ορμόνη
Σχετικά κείμενα
33 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 3.10 δευτερόλεπτα