'θυρεοειδική ορμόνη, ορμόνη του θυρεοειδούς αδένα, θυρεοειδής ορμόνη'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : θυρεοειδική ορμόνη, ορμόνη του θυρεοειδούς αδένα, θυρεοειδής ορμόνη
Αγγλικά : thyroid hormone
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
άνω θυρεοειδική αρτηρία
θυρεοειδικό κύτταρο, κύτταρο του θυρεοειδούς αδένα
θυρεοειδικός
θυρεοειδικός χόνδρος, χόνδρος του θυρεοειδούς αδένα]
θυρεοειδοπάθεια, θυρεοειδική νόσος, νόσος του θυρεοειδούς αδένα
καρκίνος του θυρεοειδούς αδένα, θυρεοειδικός καρκίνος
λοβός του θυρεοειδούς αδένα, θυρεοειδικός λοβός
Σχετικά κείμενα
14 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 1.89 δευτερόλεπτα