'ιδιοπαθές αγγειοοίδημα'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : ιδιοπαθής παρκινσονισμός
Α. ιδιοπαθής -ής -ές
Σημασία : I. (γραμμ.) Iδιοπαθείς αντωνυμίες, οι αντωνυμίες που φανερώνουν πως το ίδιο πρόσωπο ενεργεί και το ίδιο παθαίνει: Oι ιδιοπαθείς αντωνυμίες δεν έχουν ονομαστική. Oι ιδιοπαθείς αντωνυμίες σχηματίζονται περιφραστικά από την αντωνυμία εαυτός με το άρθρο και με τη γενική του αδύνατου τύπου της προσωπικής αντωνυμίας. II. (ιατρ.) ~ νόσος, που η αιτιολογία της είναι άγνωστη, που δεν είναι οργανικής προέλευσης.
Ετυμολογία : λόγ. < ελνστ. *ἰδιοπαθής (πρβ. ελνστ. ἰδιοπάθεια)
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
ιδιοπαθής/idiopathic
Σχετικά κείμενα
20 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 1.54 δευτερόλεπτα