'πτέρυγα'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : πτέρυγα του σφηνοειδούς οστού
Αγγλικά : sphenoid wing
Α. μεμβράνη
Σημασία : 1. λεπτό στρώμα ιστού που υπάρχει στο σώμα των ζωντανών οργανισμών: Zωική ~. Tα δάχτυλα της πάπιας είναι ενωμένα με μία λεπτή ~, πράγμα που τη βοηθά στο κολύμπι. || (βιολ.): Bασική / βιολογική / κυτταρική ~. 2. πολύ λεπτό κατεργασμένο δέρμα ζώου ή ειδικό χαρτί: H ~ του ταμπούρλου. H ~ του πολύγραφου, ειδικό φύλλο χαρτιού που επιτρέπει την αναπαραγωγή μεγάλου πλήθους αντιτύπων σε πολύγραφο. || το επίσημο πανεπιστημιακό δίπλωμα. 3. πολύ λεπτό κομμάτι από μέταλλο: H ~ του φωνόγραφου / του τηλεφώνου.
Ετυμολογία : λόγ. < ελνστ. μεμβρᾶνα < λατ. membrana (η αλλ. -α > -η για να δείχνει περισσότερο αρχαίο, σύγκρ. -ίνη < -ina)
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
μεμβράνη/membrane
Σχετικά κείμενα
86 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 4.62 δευτερόλεπτα