'αιμορραγική βλάβη'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : αναιμία
Αγγλικά : anemia/aemia
Α. αναιμία
Σημασία : (ιατρ.) παθολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από ανεπάρκεια του αίματος σε ερυθρά αιμοσφαίρια ή σε αιμοσφαιρίνη και που συχνά εκδηλώνεται με ωχρότητα του προσώπου: Mεσογειακή / δρεπανοκυτταρική / αιμολυτική / κακοήθης ~.
Ετυμολογία : λόγ. < αρχ. ἀναιμία `έλλειψη αίματος΄ σημδ. γαλλ. anémie < αρχ. ἀναιμία
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
αναιμία/anemia/aemia
Σχετικά κείμενα
46 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 2.68 δευτερόλεπτα