Αναζήτηση / Search
'αναιμία'Αντίστοιχα λήμματα λεξικού 1. (Ουσιαστικό)Ελληνικά : αναιμίαΑγγλικά : anemia/aemiaΑ. αναιμίαΣημασία : (ιατρ.) παθολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από ανεπάρκεια του αίματος σε ερυθρά αιμοσφαίρια ή σε αιμοσφαιρίνη και που συχνά εκδηλώνεται με ωχρότητα του προσώπου: Mεσογειακή / δρεπανοκυτταρική / αιμολυτική / κακοήθης ~.Ετυμολογία : λόγ. < αρχ. ἀναιμία `έλλειψη αίματος΄ σημδ. γαλλ. anémie < αρχ. ἀναιμίαΠηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής NεοελληνικήςΙνστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη ΤριανταφυλλίδηΕπιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησηςαιμολυτική αναιμίααναιμία Fanconiαναιμία της χρόνιας νεφρικής ανεπάρκειαςαναιμία χρόνιας νόσουανθεκτική αναιμίαανθεκτική αναιμίααπλαστική αναιμίααυτοάνοση αιμολυτική αναιμία, ΑΑΑδρεπανοκυτταρική αναιμίαιδιοπαθής σφαιροκυτταρική αναιμίακακοήθης αναιμίακληρονομική αιμολυτική αναιμίαμακροκυτταρική αναιμίαμεγαλοβλαστική αναιμίαμεθαιμορραγική αναιμίαμεσογειακή αναιμίαμικροαγγειοπαθητική αιμολυτική αναιμίαμικροκυτταρική αναιμίαορθοκυτταρική αναιμίασιδηροαχρηστική αναιμίασιδηροβλαστική αναιμίασιδηροπενική αναιμίαστίγμα δρεπανοκυτταρικής αναιμίαςσυγγενής αιμολυτική αναιμίαυπόχρωμη αναιμίαυπόχρωμη μικροκυτταρική αναιμίαχρόνια αιμολυτική αναιμίαχρόνια αναιμία
Σχετικά κείμενα 46 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 3.23 δευτερόλεπτα
Πνευματικά δικαιώματα © 2008 - Ασκληπιακό Πάρκο Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών - Πιλοτική εφαρμογή - Ανάληψη ευθυνώνΕπιστροφή στην αρχική σελίδα - Επικοινωνία
Λεξικό
×