Αναζήτηση / Search

  

 

'νεογνική ηλικία'

Αντίστοιχα λήμματα λεξικού

1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : ορμονοθεραπεία, ορμονική θεραπεία
Αγγλικά : hormone-therapy, hormonal therapy


Α. ορμονοθεραπεία

Σημασία : (ιατρ.) χρήση ορμονών για θεραπευτικούς λόγους· ορμονική θεραπεία.

Ετυμολογία : λόγ. < γαλλ. hormonothérapie < hormon(e) = ορμόν(η) -ο- + -thérapie = -θεραπεία

Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης




Παρεμφερείς όροι αναζήτησης

ορμονοθεραπεία, ορμονική θεραπεία



Σχετικά κείμενα

7 αποτελέσματα βρέθηκαν

Χρόνος αναζήτησης : 0.74 δευτερόλεπτα


Πνευματικά δικαιώματα © 2008 - Ασκληπιακό Πάρκο Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών - Πιλοτική εφαρμογή - Ανάληψη ευθυνών
Επιστροφή στην αρχική σελίδα  -  Επικοινωνία