'μερική πίεση του διοξειδίου του άνθρακα'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Επίρρημα/Πρόθεση/Σύνδεσμος)
Ελληνικά : μερικές φορές
Αγγλικά : sometimes
Α. παθολογία
Σημασία : κλάδος της ιατρικής με αντικείμενο όλες γενικώς τις παθήσεις.
Ετυμολογία : λόγ. < γαλλ. pathologie < patho- < αρχ. πάθο(ς) + -logie = -λογία με βάση το ελνστ. παθολογική (ενν. τέχνη) `η μελέτη των ασθενειών΄ (πρβ. μσν. παθολογία `η μελέτη των συναισθημάτων΄)
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
παθολογία, εσωτερική παθολογία
Σχετικά κείμενα
44 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 2.56 δευτερόλεπτα