'αναπνευστική δύσπνοια, δύσπνοια αναπνευστικής αιτιολογίας'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : αναπνευστική δύσπνοια, δύσπνοια αναπνευστικής αιτιολογίας
Αγγλικά : pulmonary dyspnoea
Α. ξηρότητα
Σημασία : η ιδιότητα του ξηρού, η έλλειψη υγρασίας: ~ του δέρματος / (του βλεννογόνου) του στόματος.
Ετυμολογία : λόγ. < αρχ. ξηρότης, αιτ. -ητα
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
βιοψία/biopsy
βιοψία εγκεφάλου, εγκεφαλική βιοψία
βιοψία μυελού των οστών
βιοψία μυός
βιοψία οργάνου, βιοψία οργάνων
βιοψία της ωοθήκης, βιοψία των ωοθηκών
βιοψία του ενδομητρίου, ενδομητρική βιοψία
γαστρική βιοψία, βιοψία του στομάχου
διαβρογχική βιοψία
δωδεκαδακτυλική βιοψία, βιοψία του δωδεκαδακτύλου
ενδοβρογχική βιοψία
ενδοσκοπική βιοψία
εντερική βιοψία, βιοψία του εντέρου
ηπατική βιοψία
νεφρική βιοψία
ορθική βιοψία
περιτοναϊκή βιοψία, βιοψία του περιτοναίου
Σχετικά κείμενα
4 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 1.09 δευτερόλεπτα