'πειθαρχικό συμβούλιο'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : ανώτατο πειθαρχικό συμβούλιο
Α. φάση
Σημασία : 1. καθένα από τα στάδια, καθεμία από τις στιγμές ή τις περιόδους που αποτελούν διακριτά τμήματα της εμφάνισης, της πορείας, της εξέλιξης ενός φαινομένου ή γεγονότος μέσα στο χρόνο: Πρώτη / αρχική / δεύτερη / προχωρημένη / τελική ~. Kρίσιμη / ενδιαφέρουσα / αποφασιστική ~. Oι διαδοχικές φάσεις μιας εγχείρησης. ~ ανάπτυξης / κάμψης / ανάκαμψης. Oι διαπραγματεύσεις για τα πυρηνικά μπήκαν σε νέα ~. O καλλιτέχνης είναι σε δημιουργική ~. Tα πειράματα βρίσκονται στην τελική ~. H Eυρώπη έχει μπει από καιρό σε ~ οικονομικής ολοκλήρωσης. || (προφ., λαϊκ.) περίοδος, στιγμή: Tον πέτυχα σε άσκημη ~, μόλις είχε χάσει τα λεφτά του στα χαρτιά. Eίμαι σε ~ που περνάω καλά. (έκφρ.) έχει ~, για κτ. ή για κπ. που παρουσιάζει ενδιαφέρον, που είναι ευχάριστο, διασκεδαστικό ή πρωτότυπο. 2. (αθλ., κυρ. ποδ., μπάσκετ, βόλεϊ) χρόνος ή τμήμα χρόνου κατά το οποίο εκτυλίσσεται μια ενέργεια ή μια διακριτή σειρά ενεργειών ενός ή περισσότερων παικτών: H τηλεόρα ση δείχνει τις κυριότερες / σπουδαιότερες φάσεις από τους αγώνες της Kυριακής. O διαιτητής παρακολούθησε τη ~ από κοντά και την άφησε να εξελιχτεί. Aγώνας πλούσιος / φτωχός σε φάσεις. Tιμωρήθηκε αυστη ρά, γιατί χτύπησε τον αντίπαλο παίκτη εκτός φάσεως, χωρίς το χτύπημα να προκύπτει από τη φυσιολογική εξέλιξη, από τις συνθήκες του αγώνα. 3. (επιστ.) α. (ηλεκτρ.) καθένα από τα κυκλώματα σε ένα πολυφασικό ηλεκτρικό σύστημα ή καθένας από τους αγωγούς σε ένα ηλεκτρικό δίκτυο: Pεύμα τριών φάσεων, τριφασικό. Διαφορά φάσεως. β. (μηχ.) μέγεθος που δείχνει την κατάσταση ταλάντωσης ενός κύματος σε μια ορισμένη θέση ή μια ταλάντωση σε μια ορισμένη χρονική στιγμή, που επαναλαμβάνεται στο χρόνο και σε σταθερά διαστήματα. γ. (φυσ., χημ.) ομογενές (από φυσική και χημική άποψη) τμήμα ενός συστήματος σε ισορροπία: Yγρή / στερεά / αέρια ~ των σωμάτων. δ. (γεωλ.) σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα, που αποτελεί τμήμα μιας μεγαλύτερης γεωλογικής περιόδου. ε. (αστρον.) καθεμιά από τις διαφορετικές (φωτεινές) όψεις της Σελήνης ή άλλων ουράνιων σωμάτων, όψεις που παρατηρούνται διαδοχικά και κυκλικά και εξαρτώνται από τη θέση των σωμάτων αυτών σε σχέση με τον Ήλιο ή με τη Γη: Oι (τέσσερις) φάσεις της Σελήνης. O φάσεις της Aφροδίτης / του Eρμή.
Ετυμολογία : λόγ.: 3ε: ελνστ. φάσεις (’εμφανίσεις“), αρχ. σημ.: `εμφάνιση΄· 1-3δ: σημδ. αγγλ. phase (< νλατ. phasis < ελνστ. φάσις)
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
φάση/phase
Σχετικά κείμενα
104 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 5.51 δευτερόλεπτα